- ανακυκλίζω
- μετ. сматывать, наматывать (пряжу)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακυκλίζω — και κυκλιάζω 1. φτιάχνω το νήμα κούκλα τυλίγοντας το από το αδράχτι στο τυλιγάδι, τυλιγαδιάζω 2. περιστρέφοντας την ανέμη τυλίγω το νήμα από αυτήν στα μασούρια 3. περιστρέφω με δύναμη, στροβιλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + αρχ. κυκλίζω*] … Dictionary of Greek